διωξικέλευθα

διωξικέλευθα
διωξικέλευθος
urging on the way
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διωξικέλευθος — διωξικέλευθος, ον (Α) φρ. «κέντρα διωξικέλευθα» τρυπήματα με βουκέντρα που αναγκάζουν το ζώο να τρέξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διωξι (< διώκω) + κέλευθος. Η λ. ανήκει στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”